χυδαίος

χυδαίος
α, ο[ν]
1) грубый, вульгарный, пошлый; банальный; 2) обиходный, просторечный;

χυδαία γλωσσά — просторечный язык;

§ χυδα(α λατινική — вульгарная латынь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χυδαίος" в других словарях:

  • χυδαῖος — poured out in streams masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …   Dictionary of Greek

  • χυδαίος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άξεστο όχλο, αγροίκος, πρόστυχος: Η συμπεριφορά του ήταν χυδαία. 2. φρ., «χυδαία γλώσσα», προέρχεται από τους οπαδούς της καθαρεύουσας και σημαίνει χρήση ακραίας, παρατραβηγμένης δημοτικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυδαιότερον — χυδαῖος poured out in streams adverbial comp χυδαῖος poured out in streams masc acc comp sg χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαιοτέρων — χυδαῖος poured out in streams fem gen comp pl χυδαῖος poured out in streams masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαῖον — χυδαῖος poured out in streams masc/fem acc sg χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαίως — χυδαῖος poured out in streams adverbial χυδαῖος poured out in streams masc/fem acc pl (doric) χυδαιόω make vulgar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαιοτέροις — χυδαῖος poured out in streams masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαιοτέρους — χυδαῖος poured out in streams masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαιότερα — χυδαῖος poured out in streams neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυδαιότεροι — χυδαῖος poured out in streams masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»